- εὔχλοος
- εὔχλοος, ον, [var] contr. [suff] εὐχέρ-χλους, ουν, ([etym.] χλόη)A fresh and green, epith. of Demeter, S.OC1600, cf. Nonn.D.41.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εὐχλόου — εὔχλοος fresh and green masc/fem/neut gen sg εὔχλους masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύχλους — εὔχλους, ουν και εὔχλοος, οον (Α) 1. χλοερός, αυτός που έχει πλούσια βλάστηση 2. (επίθ. τής Δήμητρας) αυτή που παρέχει πλούσια, άφθονη βλάστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χλους (< χλοος < χλόη), πρβλ. ά χλοος, κακό χλοος] … Dictionary of Greek